Δραστικές περικοπές στις δαπάνες του δημοσίου ζητά ο ΣΕΒ. Η μείωση των δαπανών, όπως σημειώνει, θα προέλθει από τον περιορισμό τόσο του προσωπικού όσο και των αμοιβών. Μάλιστα υποστηρίζει ότι το ελληνικό κράτος πληρώνει υψηλότερους μικτούς μισθούς από τον ιδιωτικό τομέα.
Η πρόταση του ΣΕΒ είναι να περικοπεί σε εύλογο χρονικό διάστημα ο μέσος μισθός στον δημόσιο τομέα έτσι ώστε οι σχέσεις μεταξύ μισθών και απασχόλησης στην Ελλάδα να μη διαφέρει από εκείνους στη μέση ευρωπαϊκή χώρα. «Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αναφέρει, ο μέσος μικτός μισθός θα έπρεπε να μειωθεί κατά -3% ή 565 ευρώ ετησίως και η μέση απασχόληση κατά -50% ή 180 χιλ. υπαλλήλους».
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ το φαινόμενο των υψηλότερων μισθών στο Δημόσιο σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά αποτελεί και ευρωπαϊκό κανόνα, ωστόσο στην Ελλάδα η διαφορά είναι μεγαλύτερη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο του Συνδέσμου:
– Οι μέσες καθαρές μηνιαίες αποδοχές στον δημόσιο τομέα ανέρχονται σήμερα (2015) σε 1.050 ευρώ, όταν στον ιδιωτικό τομέα δεν υπερβαίνουν τα 780 ευρώ. Το 2015 ήταν η πρώτη χρονιά όπου στον δημόσιο τομέα καταγράφηκε αύξηση κατά 1,5% (έναντι οριακής μείωσης -0,1% το 2014) ενώ η μεταβολή των μισθών στον ιδιωτικό τομέα κινήθηκε σε αρνητικό επίπεδο (-1,1%), όπως έγινε και το 2014 (-1,3%).
– Οι αμοιβές στο δημόσιο υπερβαίνουν εκείνες του ιδιωτικού τομέα κατά 19% στην Ελλάδα και κατά 15% στην ΕΕ-28, όταν δεν λαμβάνονται υπόψη οι εργοδοτικές εισφορές, δηλαδή στις μικτές αποδοχές και κατά 46% και 26% αντιστοίχως, περιλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών.
– Η Ελλάδα απασχολεί στο «στενό» δημόσιο τομέα διπλάσιους μισθωτούς εργαζόμενους (16%), ως ποσοστό του συνόλου της μισθωτής απασχόλησης απ’ ό,τι η ΕΕ-28 (8%).
– Οι αμοιβές του προσωπικού της γενικής κυβέρνησης ανέρχονται στο 12,2% του ΑΕΠ ενώ στην ΕΕ-28 στο 10,2%.
«Εν γένει, το κράτος στην Ελλάδα λειτουργεί σήμερα πέραν των δυνατοτήτων της ιδιωτικής οικονομίας, γεγονός που απομυζά πόρους αλλά και επενδύσεις και θέσεις εργασίας από τον ιδιωτικό τομέα και καταδικάζει την ελληνική οικονομία σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και υψηλή ανεργία», υποστηρίζει ο Σύνδεσμος.
«Αποτελεί συνεπώς, δυσάρεστη έκπληξη για τον ιδιωτικό τομέα να καλείται, μέσω της υπερφορολόγησης, να «καλύψει» τα έξοδα ενός υπερτροφικού και καλύτερα αμειβόμενου προσωπικού που υπηρετεί στο δημόσιο. Η κατάσταση αυτή δεν είναι διατηρήσιμη στο μέλλον και χρήζει άμεσης προσαρμογής. Το κράτος οφείλει να λειτουργεί με υψηλότερη παραγωγικότητα και να μειώσει την δαπάνη για μισθούς».
Ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι «ο κατήφορος στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής είχε ξεκινήσει με τα «κοινωνικά πακέτα» Σημίτη 2002-2003 και των μεγάλων έργων υποδομής της περιόδου μέσω δανεισμού, εν όψει και των Ολυμπιακών Αγώνων 2004 καθώς και την αδυναμία των κυβερνήσεων από το 2004 και μετά να αντιστρέψουν τη διόγκωση των ελλειμμάτων που προκαλούσαν οι αθρόες προσλήψεις στο δημόσιο».
Με την εφαρμογή των Μνημονίων, από το 2010 και μέχρι σήμερα, το προσωπικό του δημόσιου τομέα έχει μειωθεί κατά -24% και ο μέσος μηνιαίος καθαρός μισθός κατά -14,6% περίπου. Στην ίδια περίοδο, οι προσλήψεις ανήλθαν σε περίπου 70 χιλιάδες και οι αποχωρήσεις σε 200 χιλιάδες κυρίως μέσω συνταξιοδότησης.
crashonline.gr
Η πρόταση του ΣΕΒ είναι να περικοπεί σε εύλογο χρονικό διάστημα ο μέσος μισθός στον δημόσιο τομέα έτσι ώστε οι σχέσεις μεταξύ μισθών και απασχόλησης στην Ελλάδα να μη διαφέρει από εκείνους στη μέση ευρωπαϊκή χώρα. «Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αναφέρει, ο μέσος μικτός μισθός θα έπρεπε να μειωθεί κατά -3% ή 565 ευρώ ετησίως και η μέση απασχόληση κατά -50% ή 180 χιλ. υπαλλήλους».
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ το φαινόμενο των υψηλότερων μισθών στο Δημόσιο σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά αποτελεί και ευρωπαϊκό κανόνα, ωστόσο στην Ελλάδα η διαφορά είναι μεγαλύτερη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο του Συνδέσμου:
– Οι μέσες καθαρές μηνιαίες αποδοχές στον δημόσιο τομέα ανέρχονται σήμερα (2015) σε 1.050 ευρώ, όταν στον ιδιωτικό τομέα δεν υπερβαίνουν τα 780 ευρώ. Το 2015 ήταν η πρώτη χρονιά όπου στον δημόσιο τομέα καταγράφηκε αύξηση κατά 1,5% (έναντι οριακής μείωσης -0,1% το 2014) ενώ η μεταβολή των μισθών στον ιδιωτικό τομέα κινήθηκε σε αρνητικό επίπεδο (-1,1%), όπως έγινε και το 2014 (-1,3%).
– Οι αμοιβές στο δημόσιο υπερβαίνουν εκείνες του ιδιωτικού τομέα κατά 19% στην Ελλάδα και κατά 15% στην ΕΕ-28, όταν δεν λαμβάνονται υπόψη οι εργοδοτικές εισφορές, δηλαδή στις μικτές αποδοχές και κατά 46% και 26% αντιστοίχως, περιλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών.
– Η Ελλάδα απασχολεί στο «στενό» δημόσιο τομέα διπλάσιους μισθωτούς εργαζόμενους (16%), ως ποσοστό του συνόλου της μισθωτής απασχόλησης απ’ ό,τι η ΕΕ-28 (8%).
– Οι αμοιβές του προσωπικού της γενικής κυβέρνησης ανέρχονται στο 12,2% του ΑΕΠ ενώ στην ΕΕ-28 στο 10,2%.
«Εν γένει, το κράτος στην Ελλάδα λειτουργεί σήμερα πέραν των δυνατοτήτων της ιδιωτικής οικονομίας, γεγονός που απομυζά πόρους αλλά και επενδύσεις και θέσεις εργασίας από τον ιδιωτικό τομέα και καταδικάζει την ελληνική οικονομία σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και υψηλή ανεργία», υποστηρίζει ο Σύνδεσμος.
«Αποτελεί συνεπώς, δυσάρεστη έκπληξη για τον ιδιωτικό τομέα να καλείται, μέσω της υπερφορολόγησης, να «καλύψει» τα έξοδα ενός υπερτροφικού και καλύτερα αμειβόμενου προσωπικού που υπηρετεί στο δημόσιο. Η κατάσταση αυτή δεν είναι διατηρήσιμη στο μέλλον και χρήζει άμεσης προσαρμογής. Το κράτος οφείλει να λειτουργεί με υψηλότερη παραγωγικότητα και να μειώσει την δαπάνη για μισθούς».
Ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι «ο κατήφορος στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής είχε ξεκινήσει με τα «κοινωνικά πακέτα» Σημίτη 2002-2003 και των μεγάλων έργων υποδομής της περιόδου μέσω δανεισμού, εν όψει και των Ολυμπιακών Αγώνων 2004 καθώς και την αδυναμία των κυβερνήσεων από το 2004 και μετά να αντιστρέψουν τη διόγκωση των ελλειμμάτων που προκαλούσαν οι αθρόες προσλήψεις στο δημόσιο».
Με την εφαρμογή των Μνημονίων, από το 2010 και μέχρι σήμερα, το προσωπικό του δημόσιου τομέα έχει μειωθεί κατά -24% και ο μέσος μηνιαίος καθαρός μισθός κατά -14,6% περίπου. Στην ίδια περίοδο, οι προσλήψεις ανήλθαν σε περίπου 70 χιλιάδες και οι αποχωρήσεις σε 200 χιλιάδες κυρίως μέσω συνταξιοδότησης.
crashonline.gr