Με αφορμή τη συμπλήρωση 27 ετών από τη δολοφονία (26 Σεπτεμβρίου 1989) του δημοσιογράφου και πολιτικού Παύλου Μπακογιάννη δημοσιεύουμε ένα διαχρονικό άρθρο του.
Το άρθρο που πρωτοδημοσιεύθηκε στο Βήμα παραμένει πάντα επίκαιρο κι ας έχουν περάσει σαράντα χρόνια.
«Μια κοινωνία και ένα πολίτευμα μεταβάλλονται σε ζωή, σε πραγματικότητα, μέσα από τους ανθρώπους που γίνονται φορείς τους. Για το λόγο αυτό, δεν μπορεί κανείς ν’ απομονώσει την πολιτική μιας χώρας από τη νοοτροπία και το ήθος των πολιτών και των πολιτικών της. Η συμπεριφορά και η αντίληψη που έχουν για τη διαχείριση των κοινών οι άνθρωποι-φορείς, καθορίζει σε τελική ανάλυση και την ποιότητα του πολιτεύματος και της κοινωνίας.
Ο άνθρωπος δοκιμάζεται από την εξουσία και ιδιαίτερα αυτός που την ασκεί. Η φθορά του ανθρώπου από την εξουσία είναι και το φαινόμενο της απώλειας των ορίων ανάμεσα στην ιδιωτική ζωή, από τη μια πλευρά και την εξουσία από την άλλη. Έτσι, η εφαρμογή κανόνων δημόσιας ζωής μοιάζει να είναι δυσμενές προνόμιο των κυβερνωμένων, όχι και των κυβερνώντων, των διοικουμένων, όχι και των διοικούντων, των κρινομένων, όχι και των κρινόντων.
Ιδιαίτερα έντονα παρουσιάζονται οι διαπιστώσεις αυτές στη σημερινή πολιτική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας.
Πολλές φορές έχει κανείς την εντύπωση, ότι κατά την αντίληψη του Έλληνα, οι νόμοι υπάρχουν για να καταστρατηγούνται, οι κανόνες της κοινωνικής ζωής για να παρακάπτονται. Οι κανόνες της οδικής κυκλοφορίας, π.χ., έχουν θεσπιστεί μόνο για τους άλλους, εμείς μπορούμε να τους παραβιάζουμε ολοφάνερα, να προσφεύγουμε στη συνέχεια στο γνωστό μας, τον φίλο μας ή τον πολιτευτή μας για ν’ αποφύγουμε το πρόστιμο, να μας επιστραφούν οι πινακίδες κυκλοφορίας.
Ο Έλληνας αναζητάει συνεχώς την πίσω πόρτα, το παραθυράκι. Την κύρια είσοδο την αποφεύγει συστηματικά. Δεν τον ενδιαφέρει η γενική διάταξη του νόμου, επιδιώκει να δει μέσα σ’ αυτή τη φωτογραφία του. Δεν εμπιστεύεται τον ίσιο δρόμο, η εμπειρία τον έχει διδάξει, ότι ο ελικοειδής είναι συντομότερος.
Η δημόσια και κοινωνική περιουσία αντιμετωπίζεται σαν εχθρική, η γενική αρχή, “το κράτος είναι ο μεγαλύτερος κλέφτης, κλέψτο και συ όσο μπορείς”, είναι ευρύτερα διαδεδομένη. Ο πολίτης δεν θεωρεί το κράτος ούτε καν ως αναγκαίο κακό, αλλά βάρος που προσπαθεί ν’ αποτινάξει, καταναγκασμό που επιθυμεί να καταπολεμήσει. Ο πολιτικός δεν εκλέγεται για να διαχειριστεί τα κοινά, αλλά να υποστηρίξει τα ατομικά συμφέροντα του καθενός, η εντολή που του δίνεται έχει το νόημα της περιορισμένης, δεσμευτικής εντολής του αστικού δικαίου και όχι της αδέσμευτης γενικής εντολής που προβλέπει το Σύνταγμα. Το ρουσφέτι έχει αρνητική έννοια, μόνο όταν γίνεται υπέρ των άλλων.
Είναι καθολική η γνώμη, ότι σ’αυτόν τον τόπο μετράει μόνο, όποιος έχει “σχέσεις”, “γνωριμίες”, “μέσα” και φυσικά “χρήμα”. Κι επειδή όποιος έχει αυτό το τελευταίο, αγοράζει και όλα τα άλλα, η απόκτηση χρήματος έχει μεταβληθεί πλέον σε ιδιεολογία. Λατρεία του χρήματος και αδίστακτη χρησιμοποίηση κάθε μέσου για την απόκτησή του, και φυσικά ανάλογη χρήση όταν αποκτηθεί.
Γιατί όμως, να μην συμπεριφέρεται έτσι ο πολίτης; Οταν βλέπει, ότι εκείνοι που καταστρατηγούν πρώτοι τους νόμους και δεν σέβονται τους κανονισμούς είναι η λεγόμενη άρχουσα τάξη, η ηγεσία, αυτοί που επιβάλλουν τους νόμους; Yπουργικά αυτοκίνητα, κάθε είδους υπηρεσιακά και αστυνομικά, καθώς και αυτοκίνητα άλλων “ισχυρών”, δίνουν πρώτα το παράδειγμα της παραβάσεως των κανόνων της οδικής κυκλοφορίας. Γιατί, ο πολίτης πρέπει να σέβεται τους κανόνες αυτούς, όταν βλέπει π.χ., το υπηρεσιακό αυτοκίνητο Γενικού Γραμματέα που είναι συγχρόνως και καθηγητής, να σταθμεύει κάθε τόσο κατά τρόπο προκλητικά αντικανονικό και εμποδίζοντα την κυκλοφορία μπροστά στο πανεπιστήμιο; Γιατί, να μην αγανακτεί και συγχρόνως να μην κάνει κι αυτός το ίδιο, όταν βλέπει καθημερινά, επί ώρες και χωρίς κανένα λόγο, να είναι σταθμευμένα μπροστά στα γραφεία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως αυτοκίνητα, που παρεμποδίζουν την κυκλοφορία, όχι μόνο στο κατάστρωμα του δρόμου, αλλά και στο πεζοδρόμιο; Γιατί, να μην αναζητεί τους φίλους του, τους γνωστούς του, τον ισχυρό του, ο πολίτης, για ν’ακυρώσει μια κλήση της Τροχαίας ή να πάρει πίσω τις πινακίδες του, όταν βλέπει σειρά αυτοκινήτων να είναι σταθμευμένα αντικανονικά και να μένουν ανενόχλητα, επειδή έχουν επάνω μια πινακίδα με τη λέξη “βουλευτικόν”, ή κάτι άλλο παρόμοιο; Οταν έχουν επιδοθεί από την Τροχαία άδειες ελεύθερης σταθμεύσεως σε απαγορευμένα σημεία σε συγγενείς, φίλους και γνωστούς κάθε ισχυρού; Μέτρησε καμμιά φορά κανείς, πόσες τέτοιες άδειες έχουν εκδοθεί; Ας ζητήσει ένας βουλευτής την κατάθεση αυτών των καταλόγων στη Βουλή και τότε θα διαπιστωθεί ποιοι τις έχουν, και αν έχουν οποιαδήποτε σχέση με δικαιούμενους τέτοιες άδειες.
Γιατί, να σέβεται τους νόμους ο πολίτης, όταν βλέπει καθημερινά να ψηφίζονται στη Βουλή φωτογραφικές διατάξεις ή νόμοι, που αποβλέπουν στην υποστήριξη συμφερόντων ορισμένων, ή την απονομή προνομίων σε μειοψηφίες ισχυρών, όπως συνέβη με τα παιδιά του κατεστημένου που απαλλάχτηκαν από το στρατό, ή υπηρέτησαν σκανδαλωδώς μειωμένη θητεία; Όταν βλέπει, ότι η Βουλή χρησιμοποιείται από την κυβερνητική πλειοψηφία, πολύ συχνά, ως μέσο για την άσκηση κομματικής μιρκοπολιτικής, μια Βουλή που είναι υπερήφανη για τον πληθωρισμό των νόμων που παράγει, χωρίς να καταλαβαίνει, ότι μ’ αυτό ενισχύει ακόμα περισσότερο τη γάγγραινα της γραφειοκρατίας, την αναρχία και το χάος που επικρατούν έτσι κι αλλιώς στη δημόσια διοίκηση, την προχειρότητα, τις μισές αποφάσεις και λύσεις. Καλή Βουλή δεν είναι αυτή που παράγει πολλούς νόμους, αλλ’ εκείνη που παράγει λίγους και καλούς.
Πώς να μην μπαίνει ο πολίτης σε πειρασμό για να εξαπατήσει, να “κλέψει” το κράτος, όταν βλέπει με πόσο λίγη ορθολογιστική σκέψη ξοδεύεται το δημόσιο χρήμα, όταν αγανακτεί από την προκλητική αδιαφορία που δείχνουν οι αρμόδιοι και οι υπεύθυνοι στην αποκάλυψη χαριστικών πράξεων και σκανδαλωδών υποθέσεων, όταν μένει λιπόθυμος μπροστά στα παράλογα, απάνθρωπα και πολλές φορές ανήθικα μέσα, που χρησιμοποιεί η πολιτεία για την είσπραξη των εσόδων της, για να διατεθούν στη συνέχεια, όχι για τη βελτίωση της διοικήσεως ή το καλό του συνόλου, αλλά στην πραγματικότητα για την ενίσχυση της κακοδαιμονίας τους.
Γιατί, να μην προσφεύγει ο πολίτης στο βουλευτή του, όταν βλέπει, ότι, έτσι κι αλλιώς, έχει μεταβληθεί στη Βουλή σε Αριθμό που ψηφίζει σχεδόν πάντα αυτό που υπαγορεύουν τα κομματικά συμφέροντα, όταν το ρουσφέτι θα το κάνει έτσι κι αλλιώς στους ισχυρούς; Γιατί, να μη ζητήσει κι αυτός τη μεσολάβησή του, όχι για την απόκτηση προνομίων, αλλά για να βρει το δίκιο του;
Γιατί να μην προσπαθεί ο Έλληνας να κερδίσει με κάθε τρόπο χρήμα, όταν οι πλούσιοι αυτού του τόπου τον προκαλούν καθημερινά, όχι μόνο με τη σπατάλη τους, αλλά κυρίως με την επίδειξη δυνάμεως σ’ όλους τους τομείς-ακόμα και στη μη στράτευση των παιδιών τους; Γιατί, να μην επιδιώκει να πάρει μια θέση με τη βοήθεια αυτού του μέσου, όταν βλέπει, πως οι πλούσιοι αποτελούν την παρέα και τα χαϊδεμένα παιδιά των ηγετών του- ή πρωθυπουργοί είναι αυτοί, ή υπουργοί, ή οτιδήποτε άλλο αξίωμα κατέχουν; Οταν του αποδεικνύουν ότι, όποιος έχει χρήμα, μπορεί ν’αγοράσει σ’αυτόν τον τόπο τα πάντα: υλικά αγαθά, κοινωνική θέση, ακόμα και ανθρώπους;
Είναι, λοιπόν, φαύλοι οι Έλληνες; Οι πολίτες, όχι- η ηγεσία τους είναι κατά ένα μεγάλο μέρος φαύλη. Το παράδειγμα το δίνουν οι σημερινοί κυβερνώντες, που θυμίζουν την εποχή του Δεληγιάννη- όσο κι αν προκαλέσει αυτό την αντίδραση και δυσαρέσκεια του πρωθυπουργού. Χαριστικές πράξεις, προώθηση με κάθε τρόπο “ημετέρων”, αδίστακτες και σαφώς παράνομες επεμβάσεις και παρεμβάσεις στη λειτουργία των θεσμών, καταστρατηγήσεις του Συντάγματος και των νόμων, περιφρόνηση προς αυτό που υποστηρίζουν ότι χτίζουν- τη δημοκρατία.
Εκείνο που λείπει από τη σημερινή ελληνική ηγεσία είναι ακριβώς, η έλλειψη ορθής αντιλήψεως περί δημοκρατίας, δημοκρατικής συνειδήσεως και δημοκρατικής συμπεριφοράς.
Η ορθή αντίληψη περί δημοκρατίας υπαγορεύει, όχι μόνο θετικές ενέργειες και πράξεις υπέρ αυτής, αλλά και αποχή από παρεμβάσεις και επεμβάσεις στους θεσμούς της, ακόμα κι όταν αυτός που έχει την αρμοδιότητα ή την ευθύνη βλάπτεται. Αυτό απαιτεί το συμφέρον της δημοκρατίας και η απρόσκοπτη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Ακολουθήστε μας στο Facebook -->
Το άρθρο που πρωτοδημοσιεύθηκε στο Βήμα παραμένει πάντα επίκαιρο κι ας έχουν περάσει σαράντα χρόνια.
«Μια κοινωνία και ένα πολίτευμα μεταβάλλονται σε ζωή, σε πραγματικότητα, μέσα από τους ανθρώπους που γίνονται φορείς τους. Για το λόγο αυτό, δεν μπορεί κανείς ν’ απομονώσει την πολιτική μιας χώρας από τη νοοτροπία και το ήθος των πολιτών και των πολιτικών της. Η συμπεριφορά και η αντίληψη που έχουν για τη διαχείριση των κοινών οι άνθρωποι-φορείς, καθορίζει σε τελική ανάλυση και την ποιότητα του πολιτεύματος και της κοινωνίας.
Ο άνθρωπος δοκιμάζεται από την εξουσία και ιδιαίτερα αυτός που την ασκεί. Η φθορά του ανθρώπου από την εξουσία είναι και το φαινόμενο της απώλειας των ορίων ανάμεσα στην ιδιωτική ζωή, από τη μια πλευρά και την εξουσία από την άλλη. Έτσι, η εφαρμογή κανόνων δημόσιας ζωής μοιάζει να είναι δυσμενές προνόμιο των κυβερνωμένων, όχι και των κυβερνώντων, των διοικουμένων, όχι και των διοικούντων, των κρινομένων, όχι και των κρινόντων.
Ιδιαίτερα έντονα παρουσιάζονται οι διαπιστώσεις αυτές στη σημερινή πολιτική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας.
Πολλές φορές έχει κανείς την εντύπωση, ότι κατά την αντίληψη του Έλληνα, οι νόμοι υπάρχουν για να καταστρατηγούνται, οι κανόνες της κοινωνικής ζωής για να παρακάπτονται. Οι κανόνες της οδικής κυκλοφορίας, π.χ., έχουν θεσπιστεί μόνο για τους άλλους, εμείς μπορούμε να τους παραβιάζουμε ολοφάνερα, να προσφεύγουμε στη συνέχεια στο γνωστό μας, τον φίλο μας ή τον πολιτευτή μας για ν’ αποφύγουμε το πρόστιμο, να μας επιστραφούν οι πινακίδες κυκλοφορίας.
Ο Έλληνας αναζητάει συνεχώς την πίσω πόρτα, το παραθυράκι. Την κύρια είσοδο την αποφεύγει συστηματικά. Δεν τον ενδιαφέρει η γενική διάταξη του νόμου, επιδιώκει να δει μέσα σ’ αυτή τη φωτογραφία του. Δεν εμπιστεύεται τον ίσιο δρόμο, η εμπειρία τον έχει διδάξει, ότι ο ελικοειδής είναι συντομότερος.
Η δημόσια και κοινωνική περιουσία αντιμετωπίζεται σαν εχθρική, η γενική αρχή, “το κράτος είναι ο μεγαλύτερος κλέφτης, κλέψτο και συ όσο μπορείς”, είναι ευρύτερα διαδεδομένη. Ο πολίτης δεν θεωρεί το κράτος ούτε καν ως αναγκαίο κακό, αλλά βάρος που προσπαθεί ν’ αποτινάξει, καταναγκασμό που επιθυμεί να καταπολεμήσει. Ο πολιτικός δεν εκλέγεται για να διαχειριστεί τα κοινά, αλλά να υποστηρίξει τα ατομικά συμφέροντα του καθενός, η εντολή που του δίνεται έχει το νόημα της περιορισμένης, δεσμευτικής εντολής του αστικού δικαίου και όχι της αδέσμευτης γενικής εντολής που προβλέπει το Σύνταγμα. Το ρουσφέτι έχει αρνητική έννοια, μόνο όταν γίνεται υπέρ των άλλων.
Είναι καθολική η γνώμη, ότι σ’αυτόν τον τόπο μετράει μόνο, όποιος έχει “σχέσεις”, “γνωριμίες”, “μέσα” και φυσικά “χρήμα”. Κι επειδή όποιος έχει αυτό το τελευταίο, αγοράζει και όλα τα άλλα, η απόκτηση χρήματος έχει μεταβληθεί πλέον σε ιδιεολογία. Λατρεία του χρήματος και αδίστακτη χρησιμοποίηση κάθε μέσου για την απόκτησή του, και φυσικά ανάλογη χρήση όταν αποκτηθεί.
Γιατί όμως, να μην συμπεριφέρεται έτσι ο πολίτης; Οταν βλέπει, ότι εκείνοι που καταστρατηγούν πρώτοι τους νόμους και δεν σέβονται τους κανονισμούς είναι η λεγόμενη άρχουσα τάξη, η ηγεσία, αυτοί που επιβάλλουν τους νόμους; Yπουργικά αυτοκίνητα, κάθε είδους υπηρεσιακά και αστυνομικά, καθώς και αυτοκίνητα άλλων “ισχυρών”, δίνουν πρώτα το παράδειγμα της παραβάσεως των κανόνων της οδικής κυκλοφορίας. Γιατί, ο πολίτης πρέπει να σέβεται τους κανόνες αυτούς, όταν βλέπει π.χ., το υπηρεσιακό αυτοκίνητο Γενικού Γραμματέα που είναι συγχρόνως και καθηγητής, να σταθμεύει κάθε τόσο κατά τρόπο προκλητικά αντικανονικό και εμποδίζοντα την κυκλοφορία μπροστά στο πανεπιστήμιο; Γιατί, να μην αγανακτεί και συγχρόνως να μην κάνει κι αυτός το ίδιο, όταν βλέπει καθημερινά, επί ώρες και χωρίς κανένα λόγο, να είναι σταθμευμένα μπροστά στα γραφεία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως αυτοκίνητα, που παρεμποδίζουν την κυκλοφορία, όχι μόνο στο κατάστρωμα του δρόμου, αλλά και στο πεζοδρόμιο; Γιατί, να μην αναζητεί τους φίλους του, τους γνωστούς του, τον ισχυρό του, ο πολίτης, για ν’ακυρώσει μια κλήση της Τροχαίας ή να πάρει πίσω τις πινακίδες του, όταν βλέπει σειρά αυτοκινήτων να είναι σταθμευμένα αντικανονικά και να μένουν ανενόχλητα, επειδή έχουν επάνω μια πινακίδα με τη λέξη “βουλευτικόν”, ή κάτι άλλο παρόμοιο; Οταν έχουν επιδοθεί από την Τροχαία άδειες ελεύθερης σταθμεύσεως σε απαγορευμένα σημεία σε συγγενείς, φίλους και γνωστούς κάθε ισχυρού; Μέτρησε καμμιά φορά κανείς, πόσες τέτοιες άδειες έχουν εκδοθεί; Ας ζητήσει ένας βουλευτής την κατάθεση αυτών των καταλόγων στη Βουλή και τότε θα διαπιστωθεί ποιοι τις έχουν, και αν έχουν οποιαδήποτε σχέση με δικαιούμενους τέτοιες άδειες.
Γιατί, να σέβεται τους νόμους ο πολίτης, όταν βλέπει καθημερινά να ψηφίζονται στη Βουλή φωτογραφικές διατάξεις ή νόμοι, που αποβλέπουν στην υποστήριξη συμφερόντων ορισμένων, ή την απονομή προνομίων σε μειοψηφίες ισχυρών, όπως συνέβη με τα παιδιά του κατεστημένου που απαλλάχτηκαν από το στρατό, ή υπηρέτησαν σκανδαλωδώς μειωμένη θητεία; Όταν βλέπει, ότι η Βουλή χρησιμοποιείται από την κυβερνητική πλειοψηφία, πολύ συχνά, ως μέσο για την άσκηση κομματικής μιρκοπολιτικής, μια Βουλή που είναι υπερήφανη για τον πληθωρισμό των νόμων που παράγει, χωρίς να καταλαβαίνει, ότι μ’ αυτό ενισχύει ακόμα περισσότερο τη γάγγραινα της γραφειοκρατίας, την αναρχία και το χάος που επικρατούν έτσι κι αλλιώς στη δημόσια διοίκηση, την προχειρότητα, τις μισές αποφάσεις και λύσεις. Καλή Βουλή δεν είναι αυτή που παράγει πολλούς νόμους, αλλ’ εκείνη που παράγει λίγους και καλούς.
Πώς να μην μπαίνει ο πολίτης σε πειρασμό για να εξαπατήσει, να “κλέψει” το κράτος, όταν βλέπει με πόσο λίγη ορθολογιστική σκέψη ξοδεύεται το δημόσιο χρήμα, όταν αγανακτεί από την προκλητική αδιαφορία που δείχνουν οι αρμόδιοι και οι υπεύθυνοι στην αποκάλυψη χαριστικών πράξεων και σκανδαλωδών υποθέσεων, όταν μένει λιπόθυμος μπροστά στα παράλογα, απάνθρωπα και πολλές φορές ανήθικα μέσα, που χρησιμοποιεί η πολιτεία για την είσπραξη των εσόδων της, για να διατεθούν στη συνέχεια, όχι για τη βελτίωση της διοικήσεως ή το καλό του συνόλου, αλλά στην πραγματικότητα για την ενίσχυση της κακοδαιμονίας τους.
Γιατί, να μην προσφεύγει ο πολίτης στο βουλευτή του, όταν βλέπει, ότι, έτσι κι αλλιώς, έχει μεταβληθεί στη Βουλή σε Αριθμό που ψηφίζει σχεδόν πάντα αυτό που υπαγορεύουν τα κομματικά συμφέροντα, όταν το ρουσφέτι θα το κάνει έτσι κι αλλιώς στους ισχυρούς; Γιατί, να μη ζητήσει κι αυτός τη μεσολάβησή του, όχι για την απόκτηση προνομίων, αλλά για να βρει το δίκιο του;
Γιατί να μην προσπαθεί ο Έλληνας να κερδίσει με κάθε τρόπο χρήμα, όταν οι πλούσιοι αυτού του τόπου τον προκαλούν καθημερινά, όχι μόνο με τη σπατάλη τους, αλλά κυρίως με την επίδειξη δυνάμεως σ’ όλους τους τομείς-ακόμα και στη μη στράτευση των παιδιών τους; Γιατί, να μην επιδιώκει να πάρει μια θέση με τη βοήθεια αυτού του μέσου, όταν βλέπει, πως οι πλούσιοι αποτελούν την παρέα και τα χαϊδεμένα παιδιά των ηγετών του- ή πρωθυπουργοί είναι αυτοί, ή υπουργοί, ή οτιδήποτε άλλο αξίωμα κατέχουν; Οταν του αποδεικνύουν ότι, όποιος έχει χρήμα, μπορεί ν’αγοράσει σ’αυτόν τον τόπο τα πάντα: υλικά αγαθά, κοινωνική θέση, ακόμα και ανθρώπους;
Είναι, λοιπόν, φαύλοι οι Έλληνες; Οι πολίτες, όχι- η ηγεσία τους είναι κατά ένα μεγάλο μέρος φαύλη. Το παράδειγμα το δίνουν οι σημερινοί κυβερνώντες, που θυμίζουν την εποχή του Δεληγιάννη- όσο κι αν προκαλέσει αυτό την αντίδραση και δυσαρέσκεια του πρωθυπουργού. Χαριστικές πράξεις, προώθηση με κάθε τρόπο “ημετέρων”, αδίστακτες και σαφώς παράνομες επεμβάσεις και παρεμβάσεις στη λειτουργία των θεσμών, καταστρατηγήσεις του Συντάγματος και των νόμων, περιφρόνηση προς αυτό που υποστηρίζουν ότι χτίζουν- τη δημοκρατία.
Εκείνο που λείπει από τη σημερινή ελληνική ηγεσία είναι ακριβώς, η έλλειψη ορθής αντιλήψεως περί δημοκρατίας, δημοκρατικής συνειδήσεως και δημοκρατικής συμπεριφοράς.
Η ορθή αντίληψη περί δημοκρατίας υπαγορεύει, όχι μόνο θετικές ενέργειες και πράξεις υπέρ αυτής, αλλά και αποχή από παρεμβάσεις και επεμβάσεις στους θεσμούς της, ακόμα κι όταν αυτός που έχει την αρμοδιότητα ή την ευθύνη βλάπτεται. Αυτό απαιτεί το συμφέρον της δημοκρατίας και η απρόσκοπτη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Ακολουθήστε μας στο Facebook -->
Tags:
απόψεις